σύνδει

σύνδει
συνδέομαι
join in entreating
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
συνδέομαι
join in entreating
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
συνδέω
bind
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
συνδέω
bind
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
συνδέω
bind
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
συνδέω
bind
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνδεῖ — συνδέομαι join in entreating pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συνδέομαι join in entreating pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συνδέομαι join in entreating pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) συνδέω bind pres ind mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”